Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τὸν δὲ μετ

См. также в других словарях:

  • μετ'όγμους — μετ ὄγμους (Α) (κατά τον Ησύχ.) «τὰς ἐπὶ στίχον φυτείας». [ΕΤΥΜΟΛ. < μετά + ὄγμος «σειρά, γραμμή, αυλάκι»] …   Dictionary of Greek

  • Μπλες, Χέντρικ Μετ ντε- — (Hendrik Met de Bles, 1515 – 1554). Φλαμανδός ζωγράφος. Το μόνο βιογραφικό στοιχείο που έχουμε για τον ζωγράφο Τσιβέτα έτσι τον ονόμαζαν στην Ιταλία, είναι ένα κείμενο που τον αναφέρει ως ζωγράφο στην Αμβέρσα το 1535. Εργάστηκε κοντά στον Ιωακείμ …   Dictionary of Greek

  • μεταγνώθω — και μεταγνώνω (Μ μετα[γ]νώθω) λυπάμαι για κάτι κακό που έκανα, μεταμελούμαι, μετανοώ μσν. αλλάζω γνώμη, μεταβάλλω προηγούμενη απόφαση, μετανιώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από τον αόρ. μετ έγνωσα τού μεταγιγνώσκω, κατά το σχήμα ἔκλωσα: κλώθω …   Dictionary of Greek

  • ANNIBAL — I. ANNIBAL Carthaginensium Dux, Amilcaris fil. quem adhuc impuberem iureiurandô ante aras pater astrinxisle fertur, ut quam primum per aetatem liceret, arma contra Romanos sumeret. Sil. Ital. l. 1. v. 104. Olli permulcens genitor caput, oscula… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… …   Dictionary of Greek

  • μετά — (ΑM μετά, Α και μέτα, ποιητ. τ. μεταί) (πρόθεση) 1. όταν συντάσσεται με γεν. δηλώνει: α) συνοδεία, ομού, μαζί με (α. «μετά τών συγγενών του» β. «ὁ μὴ ὢν μετ ἐμοῡ, κατ ἐμοῡ ἐστιν», ΚΔ) β) τον τρόπο με τον οποίο γίνεται ή υπάρχει κάτι (α. «μίλησε… …   Dictionary of Greek

  • μετέωρος — η, ο (ΑΜ μετέωρος, ον, Α επικ. τ. μετήορος, ον, δωρ. τ. πεδάωρος, ον Μ και μέτωρος, ον) 1. αυτός που αιωρείται πάνω από το έδαφος, που βρίσκεται ή γίνεται στον αέρα, εναέριος («σκέλεά δε... κατακρέμανται μετέωρα», Ηρόδ.) 2. αυτός που βρίσκεται σε …   Dictionary of Greek

  • μετανάστης — ο, θηλ. μετανάστρια (ΑΜ μετανάστης, θηλ. μετανάστις και μετανάστρια) αυτός που εγκαταλείπει εκούσια τον τόπο διαμονής του για να μεταβεί σε άλλο τόπο, απόδημος μσν. μέτοχος («τῶν ἀπαισίων ἐλπίδων μετανάστης γενόμενος», Θεοφύλ. Σ.) μσν. αρχ. αυτός …   Dictionary of Greek

  • Papyrus 5 — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Papyrus 5 Name P. Oxy. 208 Text Johannes 1; 16; 20 † Sprache …   Deutsch Wikipedia

  • ИОАНН ПРЕДТЕЧА — [Иоанн Креститель; греч. ᾿Ιωάννης ὁ Πρόδρομος], крестивший Иисуса Христа, последний ветхозаветный пророк, открывший избранному народу Иисуса Христа как Мессию Спасителя (пам. 24 июня Рождество Иоанна Предтечи, 29 авг. Усекновение главы Иоанна… …   Православная энциклопедия

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»